- γυμνοποδώ
- γυμνοποδῶ (-έω) (AM)περπατώ ξυπόλητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυμνοποδῶ — γυμνοποδέω go barefoot pres subj act 1st sg (attic epic doric) γυμνοποδέω go barefoot pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek